πλεοναχός

πλεοναχός
πλεον-ᾰχός, ή, όν,
A manifold,

γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.

; κατὰ π. τρόπον ibid.; τοῦ π. τρόπου ib.p.41 U.;

τὸ π. τὸ τῆς ῥητορικῆς

diversity,

Phld.Rh.1.50

S.:— elsewh. only Adv. [suff] πλεον-ᾰχῶς in various ways or senses,

λέγεσθαι Arist. APo.89a28

, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.;

π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8

: also [full] πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλεοναχός — ή, όν, Α 1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν η ποικιλία. επίρρ... πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού… …   Dictionary of Greek

  • πλεοναχόν — πλεοναχός manifold masc acc sg πλεοναχός manifold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεοναχοῦ — πλεοναχός manifold masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεοναχήν — πλεοναχός manifold fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεοναχῶς — πλεοναχός manifold adverbial πλεοναχῶς manifold indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεοναχή — Α [πλεοναχός] επίρρ. ποικιλοτρόπως, από πολλές απόψεις («κἄν εἰ πλεοναχῇ σκοποῑμεν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • πλεοναχόθεν — Α επίρρ. από πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεοναχός + επιρρμ. κατάλ. οθεν (πρβλ. πλεισταχόθεν)] …   Dictionary of Greek

  • πλεοναχῇ — from many points of view indeclform (adverb) πλεοναχός manifold fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”