πλεοναχός — ή, όν, Α 1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν η ποικιλία. επίρρ... πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού… … Dictionary of Greek
πλεοναχόν — πλεοναχός manifold masc acc sg πλεοναχός manifold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναχοῦ — πλεοναχός manifold masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναχήν — πλεοναχός manifold fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναχῶς — πλεοναχός manifold adverbial πλεοναχῶς manifold indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεοναχή — Α [πλεοναχός] επίρρ. ποικιλοτρόπως, από πολλές απόψεις («κἄν εἰ πλεοναχῇ σκοποῑμεν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
πλεοναχόθεν — Α επίρρ. από πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεοναχός + επιρρμ. κατάλ. οθεν (πρβλ. πλεισταχόθεν)] … Dictionary of Greek
πλεοναχῇ — from many points of view indeclform (adverb) πλεοναχός manifold fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)